- ἑπομένοις
- ἕπομαιpres part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… … Dictionary of Greek